θυμάλωψ

θυμάλωψ
θυμάλωψ, -άλοπος, ὁ (Α)
κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + -αλ-ωψ κατά το νυκτ-άλ-ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως κατάληξη (πρβλ. μώλ-ωψ, οιν-ώψ «με το χρώμα τού κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. dhūmra «με το χρώμα τού καπνού» και dhūmari «ομίχλη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυμάλωψ — θῡμάλωψ , θυμάλωψ piece of burning wood masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • θυμαλώπων — θῡμαλώπων , θυμάλωψ piece of burning wood masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμάλωπα — θῡμάλωπα , θυμάλωψ piece of burning wood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμάλωπες — θῡμάλωπες , θυμάλωψ piece of burning wood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”