- θυμάλωψ
- θυμάλωψ, -άλοπος, ὁ (Α)κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + -αλ-ωψ κατά το νυκτ-άλ-ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως κατάληξη (πρβλ. μώλ-ωψ, οιν-ώψ «με το χρώμα τού κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. dhūmra «με το χρώμα τού καπνού» και dhūmari «ομίχλη»].
Dictionary of Greek. 2013.